- αφιλοστοργία
- η чёрствость, бесчувственность, бессердечность, бездушие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφιλοστοργία — η (AM άφιλοστοργία) [αφιλόστοργος] έλλειψη φιλοστοργίας … Dictionary of Greek
ἀφιλοστοργίας — ἀφιλοστοργίᾱς , ἀφιλοστοργία absence of natural affection fem acc pl ἀφιλοστοργίᾱς , ἀφιλοστοργία absence of natural affection fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλοστοργίαν — ἀφιλοστοργίᾱν , ἀφιλοστοργία absence of natural affection fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλοστοργίαις — ἀφιλοστοργία absence of natural affection fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)